κακοποιεῖ

κακοποιεῖ
κακοποιέω
do ill
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
κακοποιέω
do ill
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αικιστικός — αἰκιστικός, ή, ὸν (Α) [*αἰκιστής] αυτός που έχει ροπή στον αικισμό, δηλ. στο να κακομεταχειρίζεται, να κακοποιεί τους άλλους …   Dictionary of Greek

  • ατυράννιστος — και ατυράγνιστος και ατυράννητος, η, ο 1. αβασάνιστος, αταλαιπώρητος 2. (μτφ. για καταστάσεις) αυτός που δεν συνοδεύεται από ταλαιπωρίες, ανώδυνος 3. (για ζώα) αυτός που δεν τον τυραννά ή δεν τον κακοποιεί ο άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και …   Dictionary of Greek

  • κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφόνος — νεκροφόνος, ὁ (Α) αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βασανιστής — ο θηλ. βασανίστρια αυτός που υποβάλλει κάποιον σε βασανιστήρια, που τον κακοποιεί: Οι βασανιστές του αθωώθηκαν μετά τη δίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”